- σεκταρισμός
- Όρος που χρησιμοποιείται στο εργατικό κίνημα και σημαίνει την απόσπαση ή και την απομόνωση των επαναστατικών εργατικών οργανώσεων από τις εργατικές μάζες. Στα τελευταία χρόνια σεκταριστικές τάσεις εκδηλώθηκαν κυρίως στις χώρες της Ν. Αμερικής, που τις υποστήριζαν διάφορες υπεραριστερές οργανώσεις.
* * *και σεχταρισμός, ο, Ν1. θρησκειολ. το σύνολο τών αρχών και τών πεποιθήσεων που έχουν τα μέλη μιας σέκτας2. στενοκέφαλη και περιορισμένης αντίληψης στάση και συμπεριφορά, αδιαλλαξία, φανατισμός και στενότητα πνεύματος στο θρησκευτικό, φιλοσοφικό ή πολιτικό πεδίο, στάση και συμπεριφορά που οδηγούν στην κοινωνική απομόνωση και αποξένωση τών φορέων τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sectarism < λατ. secta (βλ. λ. σέκτα)].
Dictionary of Greek. 2013.